Βιβλίο με «άρωμα» Πάρου
Ο Δανός συγγραφέας, Thomas Hander, έγραψε τη βιογραφία του εκπληκτικού νεαρού συμπατριώτη του, Andets Lassen, που έδρασε ως παράτολμος και γενναίος μαχητής σε πολλά μέρη του κόσμου και ιδιαίτερα στην Ελλάδα.
Τον ηρωικό Δανό πολεμιστή, Andets Lassen, τον βρήκε το βόλι του θανάτου στα 25 του χρόνια, πολεμώντας τους φασίστες στην Ιταλία. Ο Lassen (που είχε πάρει όλες τις ανώτερες διακρίσεις), είχε φθάσει στο βαθμό του Ταγματάρχη του Αγγλικού στρατού, όταν τον βρήκε ο θάνατος. Στο βιβλίο που κυκλοφόρησε στη Δανία, γίνεται ειδική μνεία για τον ήρωα Νικόλαο Στέλλα, αλλά και της όλης δράσης των κομάντος στην Πάρο. Το βιβλίο γίνεται προσπάθεια να εκδοθεί και στην Ελληνική γλώσσα. Τη μετάφραση των κειμένων έχει κάνει ο δημοσιογράφος, συγγραφέας-μεταφραστής, κ. Γιώργος Παπαδογιάννης, που ζει μόνιμα στη Δανία, ενώ έχει περάσει ένα μεγάλο μέρος της ζωής και στην Πάρο.
Η δράση των κομάντος στην Πάρο
Το βιβλίο στην ενότητα για την Πάρο, γράφει: «Την 1η Μαΐου στάλθηκε σε όλα τα τμήματα κομάντος (μονάδες καταδρομών) ο κώδικας «ο κόσμος είναι εκδίκηση» Ήταν το σύνθημα που σκοπό είχε να κάνει τους Γερμανούς να πιστέψουν ότι οι συμμαχικές δυνάμεις της Βόρειας Αφρικής, θα κάνουν απόβαση στη Νότια Γαλλία, καθώς μία απειλή για επίθεση σε άλλα μέρη της Ευρώπης, που βρίσκονταν κάτω από τη Γερμανική κατοχή και σκοπεύανε μάλιστα να λευτερώσουν τη Γιουγκοσλαβία και την Ελλάδα.
Στη Νορβηγία, τη Δανία, τη Γαλλία, τη Γιουγκοσλαβία και την Ελλάδα δυνάμωσαν σημαντικά οι επιθέσεις των αντιστασιακών οργανώσεων. Διαδόθηκε ακόμα, ότι ετοιμαζόταν επίθεση στα βόρεια σύνορα, ανάμεσα στη Νορβηγία, Φιλανδία και Ρωσία καθώς και στην Ανατολική Μεσόγειο, από την 9η και 10η Βρετανική Στρατιά, που στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά μόνο δύο Ταξιαρχίες, που ήταν έτοιμες να μπουν στην Ελλάδα, τη Βουλγαρία και στην Τουρκία, που στο μεταξύ έπαψε να είναι ουδέτερη και θα βοηθούσε με 40 Μεραρχίες. Στην Κρήτη μία ομάδα με τον Πάτρικ-Λη Φέρμορ, με τη συνεργασία Κρητικών, πέτυχε την απαγωγή του Διοικητή Κρήτης, Χάινριχ Κράιπε, που φυγάδεψαν στην Αίγυπτο. Στη Ρόδο, έκανε επίθεση ο Ελληνικός Ιερός Λόχος, που επιτέθηκε σε ραδιοσταθμό και στο Αιγαίο, αυξήθηκαν οι επιδρομές σημαντικά. Στις Κυκλάδες μπήκαν οι επιθέσεις σε δεύτερη φάση. Στις 9 Μαΐου, βγήκε στην Πάρο, ο Άντερς Λάσσεν, με 12 κομάντος για περιπολία. Ο Λάσσεν και οι άνδρες τους, λοχίας Νίσκολσον, Αμερικανός Γουάιτ, νοσοκόμος, Πόρτερ Γιάελλ, Χάνκον, Μπάστυ Σίμπετ, Πάτσυ Χέντερσον, Μικ Ντ’ Άρκυ και άλλοι, βγήκαν στη στεριά στην παραλία Γλυφά, νότια άκρη της Πάρου, στις 13 Μαΐου, γύρω στις 10 το βράδυ και πέρασαν τη νύχτα σε μία σπηλιά. Την άλλη μέρα περπάτησαν γύρω στα 10 χιλιόμετρα, μέχρι τον Στρούμπουλα, στο χωριό Λεύκες, όχι μακριά από νέο Γερμανικό Αεροδρόμιο, κοντά στα χωριά Πρόδρομος, Μάρπησσα και Μάρμαρα, όπου αναζητήσανε την οικογένεια Στέλλα, που είχε τρεις γιους, Μανόλη, Χρήστο και Νικόλα, που ήτανε πρόθυμοι να βοηθήσουν. Ο 23χρονος Νικόλας, είχε δουλέψει στο αεροδρόμιο και ήξερε καλά τα κατατόπια και τα συστήματα ασφαλείας. Μετά από μερικές ώρες ξεκούραση στο σπίτι του Στέλλα, ξεκινήσανε μαζί τα τρία αδέλφια σαν οδηγούς και φθάσαμε σ’ ένα βράχο, γύρω στα 200 μέτρα ύψος, απ’ όπου βλέπανε καλά το αεροδρόμιο. Μια δύσκολη πορεία, ανάμεσα σ’ άλλα μονοπάτια, που μόλις τα ξεχωρίζανε μέσα στο σκοτάδι και για μερικούς ήταν δύσκολο να ακολουθούν. Ιδιαίτερα για το ραδιοτηλεγραφητή, που, εκτός από τον πομπό, κουβαλούσε και μία μπαταρία 28 κιλά. Ο Λάσσεν, που πάντα κουβάλαγε το ελάχιστο σε εφόδια και οπλισμό, άρπαξε την μπαταρία, την ακούμπησε στο σβέρκο του και, πήρε δρόμο φθάνοντας πρώτος στην κορυφή. Η πορεία είχε βαστήξει πάνω από 7 ώρες κι όλοι ήταν ξεθεωμένοι και έτσι, τους άφησε ο Λάσσεν, να ξεκουραστούν όλο το πρωί, μέσα σε μία πρωτόγονη καλύβα, για να χρησιμοποιηθεί το απόγευμα κατασκοπεύοντας το αεροδρόμιο και τα γύρω μέρη. Τη νύχτα της 15 Μαΐου, άρχισε να καταστρώνει τα σχέδια με κάθε λεπτομέρεια για την επιχείρηση. Μοίρασε τους άνδρες του σε μικρές ομάδες, καθεμιά με τη δική της δράση, για καταστροφή υλικού στο αεροδρόμιο, καταστροφή ραδιοσταθμών στον Πρόδρομο και σ’ ένα λόφο κοντά στα Μάρμαρα. Κόψιμο συρμάτων και διακοπής τηλεφωνικής επικοινωνίας με Μάρπησσα και το Γερμανικό παρατηρητήριο στο βουνό Κέφαλος, στα ανατολικά του νησιού, καθώς και την απαγωγή του διοικητή του αεροδρομίου, Τάμπελ. Όταν ο Χανκ Χάνκοκ και ο Μπάστυ Σίββετ, χάσανε τον οδηγό τους, που θα τους έδειχνε το δρόμο για τις αποθήκες στο αεροδρόμιο, κρυμμένες μέσα σ’ ένα μικρό ξωκλήσι, φτάσανε, πολύ κοντά στη Γερμανική θέση με τα πολυβόλα. Οι Γερμανοί αρχίσανε τις ριπές και σύντομα αντήχησε ο τόπος από γαβγίσματα και φωτοβολίδες. Χάνκοκ και Σίμπερ, φύγανε κατατρομαγμένοι και σκέφτονταν τι θα έλεγε ο Λάσσεν, όταν θ’ άκουγε ότι δεν είχαν πυροβολήσει τους Γερμανούς.
Ο Λάσσεν, ανέλαβε τότε να επιτεθεί στα κανόνια, που τα θεωρούσε καλό στόχο. Ο συναγερμός δεν είχε φθάσει σ’ όλα τα Γερμανικά φυλάκια, και έτσι κατάφεραν οι υπόλοιπες ομάδες να καταστρέψουν το ραδιοσταθμό στον Πρόδρομο, όπου και σκότωσαν τέσσερις Γερμανούς, κατάστρεψαν μία αποθήκη και κόψανε σύρματα τηλεφώνου για τον Κέφαλο. Ο λοχίας Νίκολσον, οδήγησε την ομάδα του στη Μάρπησσα, όπου έμενε ο Γερμανός Διοικητής του αεροδρομίου Τάμπελ, στα ίδια σπίτια -σύμφωνα με τους Παριανούς οδηγούς- όπου έμεναν Γερμανοί στρατιώτες κι ο υπασπιστής του. Κάνανε έφοδο με ειδικές βόμβες. Σκοτώθηκε ο υπασπιστής από μία βόμβα, ο Τάμπελ τη γλίτωσε και παραδόθηκε στο Νίκολσον, που τον πήρε μαζί του, ανάμεσα στα δρομάκια της Μάρπησσας. Οι άλλοι της ομάδας, ακούσανε βαριά βήματα από μπότες και επειδή οι κομάντος φοράνε πάντα ελαφρά παπούτσια, πιστέψανε πως είναι Γερμανική περίπολος και αρχίσανε τους πυροβολισμούς. Τότε, τραυματίστηκε ο Τάμπελ, και ο Νίκολσον περιποιήθηκε το τραύμα του. Όχι μακριά από εκεί, που θα συναντούσαν και τους άλλους, έσκασε μία χειροβομβίδα. Τάμπελ και Νίκολοσον έπεσαν ανάσκελα. Ο Νίκολσον ξανασηκώθηκε, αλλά ο Τάμπελ απόμεινε στο χώμα, βαριά τραυματισμένος και ο Νίκολσον τον παράτησε εκεί. Κι’ αυτή τη φορά πίστεψαν οι κομάντος ότι Νίκολσον και Τάμπελ, ήταν Γερμανική περίπολος.
Μετά την επιδρομή έπρεπε ο Λάσσεν, οι άνδρες τους, οι Παριανοί οδηγοί και ανάμεσά τους ο αστυνόμος Γρυλλάκης, που είχε τραυματιστεί σοβαρά, να φύγουν από το ψαροχώρι, το Πίσω Λιβάδι, μερικά χιλιόμετρα ανατολικά από το αεροδρόμιο. Οι περισσότεροι παρουσιάστηκαν στην ώρα τους, αλλά όταν έφθασε το περιπολικό έλειπαν οι Πόρτερ Γιάρελλ, Πάτσυ Χέντερσον, Μικ Ντ’ Άρκυ και ο νεαρός Νικόλας Στέλλας. Το σκάφος έπρεπε να κρυφθεί στην Ικαρία, γύρω στα 70 χιλιόμετρα, και βορειοανατολικά της Πάρου και προτού ξημερώσει, και έτσι, ήταν αδύνατον να περιμένει και μιας και δεν φάνηκαν, ξεκίνησαν από την Πάρο. Ο Γιάρελλ, ο Χέντερσον και ο Ντ’ Άρκυ, έπρεπε να κάνουν επίθεση στο ραδιοσταθμό στη Μάρπησσα, αλλά όταν ακούστηκε ο συναγερμός βρέθηκαν κάτω ακριβώς από μία πυροβολαρχία και οι πυροβολητές ετοιμάστηκαν για δράση. Οι τρεις κομάντος πέρασαν τη νύχτα τους και όλη τη μέρα καλά κρυμμένοι και μόλις την επόμενη νύχτα κατάφεραν να ξεγλιστρήσουν μέχρι το λιμάνι που ήταν η συνάντηση (ένα μερόνυχτο αργότερα). Δεν απόμεινε καμία ελπίδα για σωτηρία, μα μόλις φτάσανε στην παραλία, είδανε κάποια κόκκινα σήματα στη θάλασσα. Ο Άντερς Λάσσεν, απαιτούσε επίμονα να γυρίσουν στην Πάρο, για να πάρουν και τους υπόλοιπους συντρόφους τους. Όλη η δύναμη έφθασε σε καλή κατάσταση στον Τούρκικο όρμο Τεουφίκ. Ο αστυνόμος μεταφέρθηκε στην Κύπρο, όπου οι γιατροί σώσανε τη ζωή του, αλλά ο Νικόλας Στέλλας έλλειπε. Τον Νικόλα τον πιάσανε οι Γερμανοί κοντά στη Μάρπησσα.
Τον στείλανε στην Αθήνα, όπου τον ανακρίνανε με βασανιστήρια, αλλά εκείνος δεν μαρτύρησε κανένα όνομα ανταρτών. Στις 21 Μαΐου, τον κρεμάσανε στην πλατεία του χωριού και υποχρεώσανε όλους τους χωριανούς να παρελάσουν μπροστά από τον κρεμασμένο!
Ο αντικαταστάτης του Τάμπελ, γενικός διοικητής Ταγματάρχης Γκέοργκ Φον Μέρενμπεργκ, υποχρεώθηκε από τους ανωτέρους του να συλλάβει 125 άτομα για εκτέλεση, επειδή, είχαν βοηθήσει τους κομάντος. Ο Φον Μέρενμπεργκ, που είχε μείνει στάσιμος επειδή πολλές φορές είχε δείξει φανερά την αντιπάθειά του, εξαιτίας της συμπεριφοράς των Ναζιστών, δεν βρήκε καμία άλλη λύση από το να υπακούσει, μιας και κινδύνευε και ο ίδιος αν έκανε του κεφαλιού του. Στο μεταξύ, πήγε στο διοικητή, ο Ηγούμενος, Φιλόθεος Ζερβάκος, από το μοναστήρι της Λογγοβάρδας, Ο διοικητής ήταν τρισέγγονος του Ρώσου Τσάρου, Αλέξανδρου Β’ και η γυναίκα του είχε στενή σχέση με την εκκλησία, αναθρεμμένη ορθόδοξα. Ο Ηγούμενος ζήτησε την αθώωση των ομήρων, αλλά ο διοικητής αρνήθηκε. Τότε ζήτησε ο Ηγούμενος να εκτελεστεί μαζί με τους συμπατριώτες του. Ο Φον Μέρενμπεργκ, πείστηκε τελικά, να δώσει χάρη στους ομήρους, με την υπόσχεση του Ηγουμένου ότι στο μέλλον, κανένας Παριανός, δεν θα βοηθούσε τους εχθρούς της Γερμανίας. Δεν ήταν μόνο μία ανθρωπιστική λύση του προβλήματος, αλλά και ένας πολιτικός ελιγμός, που εξασφάλιζε στους Γερμανούς την ησυχία και πίστεψαν ότι έτσι θα τους μισούσαν οι Παριανοί λιγότερο».
Πηγή: Φωνή της Πάρου 24/5/2013